ἀγαπημένους

ἀγαπημένους
ἀγαπάω
greet with affection
perf part mp masc acc pl
ἀγαπάω
greet with affection
pres part mp masc acc pl
ἀ̱γαπημένους , ἀγαπάω
greet with affection
perf part mp masc acc pl (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γκραντ, Χιου — (Hugh Grant, Λονδίνο 1960 –). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν παιδική φυσιογνωμία του, που τον βοήθησε να αναλαμβάνει ευρεία γκάμα ρόλων. Παρότι σπούδασε αρχιτεκτονική στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Κοέν, Ίθαν και Τζόελ — (Ethan Coen, Μινεσότα 1958 – · Joel Coen, Μινεσότα 1955 –). Αμερικανοί σεναριογράφοι, παραγωγοί και σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα αδελφικό σχήμα δημιουργών που υπέσκαψε τα στερεότυπα της αμερικανικής κινηματογραφίας, κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • Κουλάνζ, Φιστέλ ντε- — (Numa Denis Fustel de Coulanges, Παρίσι 1830 – 1889). Γάλλος ιστορικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1853 διετέλεσε μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και με αυτή την ιδιότητα πήρε μέρος στις αρχαιολογικές έρευνες που… …   Dictionary of Greek

  • Λέμον, Τζακ — (John Uhler «Jack» Lemmon III, Βοστόνη 1925 – 2001). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως παραγωγός ραδιοφώνου. Στη συνέχεια στράφηκε στο θέατρο, ενώ αργότερα συνέχισε ως ηθοποιός της… …   Dictionary of Greek

  • Λόρελ, Σταν — (Stan Laurel, Ούλβερστον, Αγγλία 1890 – 1965). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού, σεναριογράφου και παραγωγού του κινηματογράφου Άρθουρ Στάνλεϊ Τζέφερσον (Arthur Stanley Jefferson). Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών, πραγματοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • Λύβιστρος και Ροδάμνη — Έμμετρο μεσαιωνικό μυθιστόρημα ρομαντικού περιεχομένου, αγνώστου συγγραφέα. Αποτελείται από 3.841 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και ανήκει στον κύκλο των βυζαντινών ερωτικών μυθιστορημάτων του 12ου 13ου αι. Έχει παραδοθεί επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Μεταμόρφωση Σωτήρος — I Πρόκειται για μία από τις λεγόμενες δεσποτικές εορτές (εορτές που τελούνται προς τιμήν του Χριστού και αφορούν σημαντικά γεγονότα του βίου του) της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και με την ιερή παράδοση, ο Ιησούς Χριστός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”